γιδόδρομος

γιδόδρομος
ο
δρόμος ορεινός, ανώμαλος και δύσβατος, στον οποίο μόνον γίδια μπορούν να βαδίσουν, κατσικόδρομος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γιδόδρομος — ο δρόμος στενός και δύσβατος, κατσικόδρομος, γιδόστρατα: Το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να περάσει από το γιδόδρομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) …   Dictionary of Greek

  • γιδόστρατα — η ο γιδόδρομος· …   Dictionary of Greek

  • γιδόστρατα — η ο γιδόδρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”